- λύγκας
- (Lynx). Γένος αιλουροειδών θηλαστικών της τάξης των σαρκοφάγων. Τα ζώα αυτά έχουν στρογγυλό κεφάλι με μακριά αφτιά, που απολήγουν σε αιχμή, και μια χαρακτηριστική τριχωτή τούφα στην κορυφή. Το σώμα τους είναι λεπτό και ρωμαλέο, καταλήγοντας σε ουρά που είναι μάλλον κοντή σε σχέση με τον κορμό. Το τριχωτό δέρμα τους είναι απαλό, πυκνό και λίγο ή πολύ μακρύ (ανάλογα με το είδος), εμφανίζοντας μεγάλη ζήτηση στο εμπόριο. Ύστερα από 70-85 ημέρες κύησης, τον Απρίλιο ή τον Μάιο, το θηλυκό γεννά από ένα έως πέντε τυφλά μικρά, τα οποία μετά τον θηλασμό τρέφονται από τη μητέρα τους με μικρά πουλιά, τυφλοπόντικες και άλλα μικρά ζώα.
Ο κοινός λ. (Lynx lynx), έχει μήκος περίπου 1,10 μ., από τα οποία τα 15 εκ. είναι η ουρά του, και βάρος 18-20 κιλά. Παλαιότερα ήταν αρκετά διαδεδομένος στις εύκρατες και ψυχρές περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας· σήμερα στην Ευρώπη απαντάται μόνο σε λίγες απρόσιτες ζώνες. Στην Ισπανία συναντάται, σε μικρό όμως αριθμό, ο μικρόσωμος Lynx pardinus, με γκριζοκιτρινωπό τρίχωμα και σκούρες βούλες. Στην Αφρική και στη νοτιοδυτική Ασία ζει ο Lynx caracal, που είναι γνωστός με την κοινή ονομασία λ. της ερήμου και προτιμά τις στεπώδεις ή προερημικές περιοχές, όπου κυνηγάει ιδιαίτερα γαζέλες. Στη Βόρεια Αμερική ζουν οι Lynx rufus και Lynx canadensis, λίγο πιο μικρόσωμοι, αλλά όμοιοι στην εμφάνιση με τον κοινό λ.
Ο λύγκας της ερήμου (lynx caracal) ζει κατά προτίμηση σε στεπώδεις και προερημικές περιοχές, όπου κυνηγάει κυρίως γαζέλες.
Ο λύγκας του Καναδά (lynx canadensis) τείνει να εξαφανιστεί, γιατί τον κυνηγούν εντατικά για την πολύτιμη γούνα του.
* * *και λύγξ, -γκός, ο (Α λύγξ, -γκός και -γγός, ὁ, ἡ) είδος μεγάλων αιμοβόρων σαρκοφάγων ζώων που διακρίνονται για την οξυδέρκεια και την οξεία ακοή τους και που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στο γένος felis τής οικογένειας αιλουροειδή.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο. τ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα *luk- τής ΙΕ ρίζας *leuk- «λάμπω, φως, βλέπω» και ανήκει στη λεξιλογική οικογένεια με σημασία «φως» (πρβλ. λεύσσω, λευκός, λύχνος), ίσως λόγω τής λάμψης που εκπέμπουν τα μάτια τού ζώου ή λόγω τού λευκού τριχώματός του. Η λ. συνδέεται με διαφόρους τ. τής Αρμενικής, Γερμανικής, Σλαβικής με την ίδια σημ.: αρμ. lusanunk, αρχ. σουηδ. lō, αρχ. γερμ. luhs, αγγλοσαξ. lox, λιθουαν. lūš-u και lūšis και lunšis, ιρλδ. lug και σλαβ. rysi (το r- τού σλαβικού τ. είναι υστερογενές, πιθ. αναλογικά προς άλλη λ.).ΠΑΡ. λύγκειοςαρχ.λύγγιος, λυγκεύς, λυγκίονμσν.λυγκικός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. λυγγούριον. (Β' συνθετικό) αρχ. λυκόλυγξ].
Dictionary of Greek. 2013.